- μέθεσις
- μέθεσις, -εως, ἡ (Α)ύφεση, χαλάρωση, χαύνωση [«καὶ μεθέσεως ψυχῆς αἰτία γίγνεται (ενν. ἡ μέθη)]», Φίλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Μέθ-εσις < μεθ-ίημι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεθέσεως — μεθέσεω̆ς , μέθεσις relaxation fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)